κατασκουριασμένος

κατασκουριασμένος
-η, -ο
ο πολύ σκουριασμένος: Η πρόκα αυτή είναι κατασκουριασμένη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατασκουριάζω — 1. σκουριάζω πολύ κάτι ή σκουριάζω ο ίδιος σε μεγάλο βαθμό 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατασκουριασμένος, η, ο ο τελείως οξειδωμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”